- μαρμαρένιος
- α, ο мраморный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρμαρένιος — ια, ιο (Μ μαρμαρένιος ια, ιο και μαρμαρένος, α, ο) [μάρμαρο] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμάρινος (α. «πάλεψαν σε μαρμαρένια αλώνια» β. «βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα», δημ. τραγούδι) νεοελλ. μτφ. 1. άσπρος,… … Dictionary of Greek
μαρμαρένιος, -ια, -ιο — ο μαρμάρινος, ο φτιαγμένος από μάρμαρο: Στο αίθριο υπήρχαν μαρμαρένιες κρήνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρμάρινος — η, ο (AM μαρμάρινος, η, ον) [μάρμαρος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμαρένιος («μαρμάρινον ἄγαλμα», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek
μαρμαροσυνθεμένος — μαρμαροσυνθεμένος, η, ον (Μ) μαρμαρένιος, κατασκευασμένος από μάρμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + συνθεμένος < συνθέτω)] … Dictionary of Greek
μαρμάρινος — η, ο μαρμαρένιος, φτιαγμένος από μάρμαρο: Μαρμάρινες στήλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)